- τελετουργώ
- (ε) αμετ. совершать обряд, церемонию
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τελετουργώ — τελετουργῶ, έω, ΝΑ [τελετουργός] (για ιερέα) τελώ τελετή, ιερουργώ νεοελλ. μτφ. κάνω κάτι με τελετουργικό τρόπο … Dictionary of Greek
τελετουργώ — αμτβ., κάνω τελετή, ιερουργώ, μυσταγωγώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)